- μούρλια
- μούρλια, η και μούρλα, η1. τρέλα, παλαβομάρα, ανισορροπία.2. φρ., «Είναι μούρλια», είναι θαυμάσιο, εξαιρετικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μούρλια — η βλ. μούρλα … Dictionary of Greek
μούρλα — και μούρλια, η 1. τρέλα, παραφροσύνη, ανισορροπία 2. μτφ. απερίσκεπτη ενέργεια 3. (στον τ. μούρλια) α) ως επίθ. έξοχος, υπέροχος («αγόρασα ένα φόρεμα μούρλια») β) (ως επίρρ.) έξοχα, θαυμάσια («σού πάει μούρλια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ … Dictionary of Greek
βούρλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κέχρου. * * * η [βουρλαίνω] 1. τρέλα, μούρλια 2. η νόσος των προβάτων διστομίαση, κλαπάτσα … Dictionary of Greek
ζουρλός — ή, ό 1. ανόητος, τρελός, παράφρονας 2. πολύ ζωηρός, υπερβολικά χαρούμενος, αυτός που εκδηλώνεται παράφορα («ζουρλός απ τη χαρά του») 3. φρ. «ζουρλός παπάς σέ βάφτισε» για άνθρωπο που μωρολογεί ή προβαίνει σε πράξεις ανόητες και άκοσμες. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek